κουμπάρος — ο, θηλ. κουμπάρα (Μ κουμπάρος) 1. αυτός που αλλάζει τα γαμήλια στέφανα ή ο μάρτυρας σε πολιτικό γάμο 2. αυτός που βαφτίζει κάποιον, ο ανάδοχος 3. φιλική προσφώνηση μεταξύ και αγνώστων ακόμη χωρικών νεοελλ. 1. φρ. «τού κουμπάρου τ άχερα» δημώδης… … Dictionary of Greek
κουμπάρα — Οικισμός (13 κάτ.) της Ίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιητών του νομού Κυκλάδων. * * * (I) η [κουμπάρος] 1. θηλ. τού κουμπάρος 2. στον πληθ. οι κουμπάρες παιχνίδι το οποίο παίζεται από μικρά κορίτσια που μιμούνται τις μεγάλες γυναίκες. (II)… … Dictionary of Greek
Giorgos Savvidis — Infobox Football biography playername = Giorgos Savvidis fullname = dateofbirth = Birth date and age|1961|2|08 cityofbirth = Nicosia countryofbirth = Cyprus height = nickname = position = Retired Midfielder youthyears = youthclubs = years = 1982… … Wikipedia
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αντίγαμπρος — ο (Μ ἀντίγαμβρος) ο κουμπάρος, ο παράνυμφος … Dictionary of Greek
βλάμης — ο (θηλ. βλάμισσα, η) 1. αδερφοποιτός, αυτός που έχει ορκιστεί να κρατήσει αδελφική φιλία με κάποιον 2. φίλος, σύντροφος 3. εραστής, αγαπητικός 4. ψευτοπαληκαράς 5. κουμπάρος 6. ονομασία των μελών κατώτερου βαθμού της Φιλικής Εταιρείας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ευμορφάνθρωπος — και ομορφάνθρωπος, ο (για άνδρα) ο όμορφος, ο ωραίος άνθρωπος («ο κουμπάρος ήτο... ευμορφάνθρωπος», Παπαδ.) … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
κουμπαριά — η [κουμπάρος] 1. η συγγενική σχέση τού κουμπάρου, δηλ. τού αναδόχου ή τού παρανύμφου. και τής οικογένειας βαφτισμένου ή παντρεμένου από αυτόν 2. παροιμ. «χύθηκε η μαγεριά μας, χάθηκε η κουμπαριά μας» για δεσμούς που εξαρτώνται από το συμφέρον … Dictionary of Greek
νονός — και νοννός και νουνός, ο, θηλ. νονά και νουνά (Μ νονός) παράνυμφος, κουμπάρος νεοελλ. 1. ο ανάδοχος σε βάπτιση 2. άνθρωπος τού υποκόσμου που επιβάλλει εκβιαστικά αντί αμοιβής την προστασία του σε διαφόρους επιχειρηματίες («ο νονός τής νύχτας»).… … Dictionary of Greek