κουμπάρος

κουμπάρος
ο
θηλ. κουμπάρα (λ. βενετ.)
1. ο παράνυμφος.
2. νουνός.
3. φιλική προσφώνηση που απευθύνεται και προς άγνωστους ακόμη χωρικούς: Γεια σου, κουμπάρε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουμπάρος — ο, θηλ. κουμπάρα (Μ κουμπάρος) 1. αυτός που αλλάζει τα γαμήλια στέφανα ή ο μάρτυρας σε πολιτικό γάμο 2. αυτός που βαφτίζει κάποιον, ο ανάδοχος 3. φιλική προσφώνηση μεταξύ και αγνώστων ακόμη χωρικών νεοελλ. 1. φρ. «τού κουμπάρου τ άχερα» δημώδης… …   Dictionary of Greek

  • κουμπάρα — Οικισμός (13 κάτ.) της Ίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιητών του νομού Κυκλάδων. * * * (I) η [κουμπάρος] 1. θηλ. τού κουμπάρος 2. στον πληθ. οι κουμπάρες παιχνίδι το οποίο παίζεται από μικρά κορίτσια που μιμούνται τις μεγάλες γυναίκες. (II)… …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Savvidis — Infobox Football biography playername = Giorgos Savvidis fullname = dateofbirth = Birth date and age|1961|2|08 cityofbirth = Nicosia countryofbirth = Cyprus height = nickname = position = Retired Midfielder youthyears = youthclubs = years = 1982… …   Wikipedia

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • αντίγαμπρος — ο (Μ ἀντίγαμβρος) ο κουμπάρος, ο παράνυμφος …   Dictionary of Greek

  • βλάμης — ο (θηλ. βλάμισσα, η) 1. αδερφοποιτός, αυτός που έχει ορκιστεί να κρατήσει αδελφική φιλία με κάποιον 2. φίλος, σύντροφος 3. εραστής, αγαπητικός 4. ψευτοπαληκαράς 5. κουμπάρος 6. ονομασία των μελών κατώτερου βαθμού της Φιλικής Εταιρείας. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ευμορφάνθρωπος — και ομορφάνθρωπος, ο (για άνδρα) ο όμορφος, ο ωραίος άνθρωπος («ο κουμπάρος ήτο... ευμορφάνθρωπος», Παπαδ.) …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • κουμπαριά — η [κουμπάρος] 1. η συγγενική σχέση τού κουμπάρου, δηλ. τού αναδόχου ή τού παρανύμφου. και τής οικογένειας βαφτισμένου ή παντρεμένου από αυτόν 2. παροιμ. «χύθηκε η μαγεριά μας, χάθηκε η κουμπαριά μας» για δεσμούς που εξαρτώνται από το συμφέρον …   Dictionary of Greek

  • νονός — και νοννός και νουνός, ο, θηλ. νονά και νουνά (Μ νονός) παράνυμφος, κουμπάρος νεοελλ. 1. ο ανάδοχος σε βάπτιση 2. άνθρωπος τού υποκόσμου που επιβάλλει εκβιαστικά αντί αμοιβής την προστασία του σε διαφόρους επιχειρηματίες («ο νονός τής νύχτας»).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”